- μυοδόχος
- μῠο-δόχος, [dialect] Ion. [suff] μῠο-δόκος, ον,A harbouring mice,
γρῶναι Nic. Th.795
. [[pron. full] ῡ metrigr.]II Subst. μυοδόχος, ὁ, mouse-hole, prob. in Thphr.HP5.4.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γρῶναι Nic. Th.795
. [[pron. full] ῡ metrigr.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυοδόχος — και ιων. τ. μυοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοδόχος η τρύπα τής φωλιάς τού ποντικού, η ποντικότρυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + δόχος / δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος] … Dictionary of Greek
μυοδόχον — μυοδόχος harbouring mice masc/fem acc sg μυοδόχος harbouring mice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοδόχοις — μυοδόχος harbouring mice masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek